Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενογραφώ [stenoγrafó] -ούμαι Ρ10.9 : (για λόγο, ιδ. προφορικό) καταγράφω στενογραφικά: Στενογραφημένη ομιλία. ~ τα πρακτικά μιας συνεδρίασης της βουλής / ενός δικαστηρίου.
[λόγ. στενογραφ(ία) -ώ μτφρδ. γαλλ. sténographier]