Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενογραφικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενογραφικός -ή -ό [stenoγrafikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη στενογραφία: Στενογραφικά σύμβολα. Στενογραφική καταγραφή, που γίνεται με στενογραφία. στενογραφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < γαλλ. sténogra phique < sténograph(ie) = στενογραφ(ία) -ique = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες