Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενογραφία η [stenoγrafía] Ο25 : γραφή, η οποία με τη χρήση ειδικών συμβόλων για συλλαβές, λέξεις ή φράσεις δίνει τη δυνατότητα καταγραφής του προφορικού λόγου κατά τη στιγμή που εκφωνείται: Συστήματα στενογραφίας. Mαθήματα στενογραφίας και γραφομηχανής.
[λόγ. < γαλλ. sténographie < sténo- = στενο- + -graphie = -γραφία]