Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στενεύω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στενεύω [stenévo] -ομαι Ρ5.2 : 1α. κάνω κτ. στενό μικραίνοντας το πλάτος ή γενικά τις διαστάσεις του. ANT φαρδαίνω, πλαταίνω: Στενεύουν το πεζοδρόμιο για να φαρδύνουν το δρόμο. ~ ένα φαρδύ ρούχο. || για ρούχα ή για παπούτσια που είναι τόσο στενά, μικρά, ώστε να ενοχλούν, να στενοχωρούν κπ.: Tο φουστάνι με στενεύει στη μέση. Tα παπούτσια είναι ένα νούμερο μικρότερα και με στενεύουν. β. γίνομαι στενός. β1. αποκτώ μικρότερες διαστάσεις: Ο δρόμος / το ποτάμι στενεύει πιο κάτω. Δε στένεψαν τα ρούχα σου, εσύ πάχυνες. || (επέκτ.): Στένεψαν τα όρια του κράτους μετά την ήττα στον πόλεμο. β2. (μτφ.) περιορίζομαι από έναν ευρύτερο κύκλο σε ένα μικρότερο: Στενεύει ο κύκλος των υπόπτων / των συγγενών…, γίνεται πιο ολιγάριθμος. 2. (μτφ., ιδ. για αφηρ. έννοια) α1. με κατάλληλους χειρισμούς, δεν επιτρέπω ή περιορίζω ανεπιθύμητες ενέργειες: H βίαιη αντίδρασή του στένεψε τα περιθώρια για διαπραγματευτικούς ελιγμούς. α2. αποκτώ πιο περιορισμένα όρια: Στενεύει η σημα σία μιας λέξης. Στενεύουν οι πνευματικοί ορίζοντες / οι δυνατότητες κάποιου. || (λογοτ.): Στενεύει η χαρά. Στενεύουν οι πόθοι / τα όνειρα κάποιου. β. για περιπτώσεις που διάφοροι παράγοντες συντελούν στο να δημιουργηθούν δυσκολίες, προσκόμματα: Στενεύει η οικονομική κατάστα ση. Στενεύουν τα πράγματα. 3. (λαϊκότρ.) α. (παθ.) βρίσκομαι σε δύσκολη θέση ή δυσκολεύομαι. β. φέρνω κπ. σε δύσκολη θέση.

[στεν(ός) -εύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες