Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στενάχωρος -η -ο [stenáxoros] Ε5 : 1. που προκαλεί δυσάρεστα συναισθήματα ή γενικά που δεν είναι ευχάριστος· στενόχωρος2: Στενάχωρο περιβάλλον. Στενάχωρη εργασία / σιωπή / ατμόσφαιρα. 2. (για πρόσ.) που εύκολα στενοχωριέται· στενόχωρος3: ~ άνθρωπος. Mην του πείς τίποτα, γιατί είναι πολύ ~.
στενάχωρα ΕΠIΡΡ: Είμαι κάπου / νιώθω ~. [< στενόχωρος κατά το επίρρ. στενά]