Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στελεχώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στελεχώνω [stelexóno] -ομαι Ρ1 : (για οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο) 1α. ορίζω, τοποθετώ στελέχη, μέλη που κατέχουν σημαντική θέση: H κυβέρνηση δεν πρέπει να στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό με κομματικά μέλη. β. γίνομαι στέλεχος, αναλαμβάνω βασική θέση: Zητούνται οικονομολόγοι για να στελεχώσουν υποκατάστημα γνωστής τράπεζας. 2. επανδρώνωα.

[λόγ. < αρχ. στελεχ(ῶ) `δημιουργώ κορμό΄ -ώνω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες