Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στειλιάρι το [stilári] Ο44 : 1α. κυλινδρικό κομμάτι ξύλου που χρησιμοποιείται ως λαβή μεταλλικών εργαλείων: Tο ~ της τσάπας / του τσεκουριού / του φτυαριού. Είναι (σαν) ~, (για κτ. κυλινδρικό) είναι μακρύ και χοντρό. β. (μτφ., λαϊκότρ.) ως χαρακτηρισμός ανθρώπου βλάκα ή αμόρφωτου· στουρνάρι. 2. (προφ.) ο ξυλοδαρμός: Tου χρειάζεται ~ για να μην ξαναπεί ψέματα. Tου έδωσε / του τράβηξε ένα γερό ~, τον έδειρε πολύ.
[μσν. στειλειάριον υποκορ. του ελνστ. στειλει(ός) (αρχ. στειλεός) -άριον (ορθογρ. απλοπ.)]