Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στειλεός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στειλεός ο [stileós] Ο17 : (λόγ.) το στειλιάρι.

[λόγ. < αρχ. στειλεός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες