Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεγνώνω [steγnóno] Ρ1α μππ. στεγνωμένος : 1. (για κτ. βρεγμένο) α. το κάνω στεγνό αφαιρώντας του το νερό, την υγρασία: Nα στεγνώνετε τα μαλλιά σας μετά το λούσιμο. β. γίνομαι στεγνός: Aπλώνει τα πλυμένα ρούχα για να στεγνώσουν. || Πρόσεχε, γιατί η λαδομπογιά στον τοίχο δε στέγνωσε ακόμα. Στέγνωσαν τα μάτια, δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα. || ξηραίνομαι, λόγω απουσίας νερού: Στέγνωσε το πηγάδι / το ποτάμι, δεν έχει καθόλου νερό. || ξηραίνομαι, λόγω απουσίας των φυσιολογικών υγρών του οργανισμού: Στέγνωσε το στόμα / τα χείλη / ο λαιμός μου, από δίψα ή άλλη αιτία. Στέγνωσε το σάλιο μου. || Στεγνώνει ένα φυτό, ξηραίνεται, φεύγουν οι χυμοί του. 2. (μτφ., σπάν.) α. για να δηλώσουμε την απουσία συναισθήματος: Στέγνωσε η ψυχή του και δεν μπορεί να νιώσει χαρά. β. για άνθρωπο, συνήθ. ηλικιωμένο, υπερβολικά αδυνατισμένο, αφυδατωμένο.
[ελνστ. στεγν(ῶ) -ώνω `κάνω κτ. αδιαπέραστο από το νερό΄]