Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεγανότητα η [steγanótita] Ο28 : η ιδιότητα του στεγανού, αυτού που δεν μπορούν να τον διαπεράσουν υγρά, ιδίως το νερό, ή και αέρια: H ~ μιας οικοδομής εξαρτάται τόσο από την ικανότητα του τεχνίτη όσο και από τα υλικά που αυτός χρησιμοποιεί.
[λόγ. < ελνστ. στεγανότης, αιτ. -ητα `έλλειψη διαπερατότητας΄]