Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στεγανοποίηση η [steγanopíisi] Ο33 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στεγανοποιώ: ~ της ταράτσας. || (μτφ.): ~ της δημόσιας διοίκησης / των ενόπλων δυνάμεων.
[λόγ. στεγανοποιη- (στεγανοποιώ) -σις > -ση]