Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στεγάζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεγάζω [steγázo] -ομαι Ρ2.1 : 1. τοποθετώ στέγη σε ένα χώρο, τον σκεπάζω με στέγη: Στεγασμένος χώρος. Στεγασμένος εξώστης. Στεγασμένο θέατρο / πάρκιγκ. 2. προσφέρω στέγη σε κπ., του δίνω: α. σπίτι ή άλλον κατάλληλο χώρο για να κατοικήσει προσωρινά ή μόνιμα: H κυβέρνηση θα στεγάσει τους πρόσφυγες σε δημόσια κτίρια. Στο οικοτροφείο αυτό στεγάζονται πεντακόσιοι φοιτητές. β. χώρο, συνήθ. κλειστό, για άσκηση άλλων δραστηριοτήτων: Στο σχολείο αυτό στεγάζονται χίλιοι μαθητές σε δυο βάρδιες. Ψάχνουν σπίτι για να στεγάσουν τον έρωτά τους. 3. (μτφ.) δίνω σε κπ. τη δυνατότητα να προστατευτεί από κτ., να ενταχθεί κάπου, να δράσει: Tο περιοδικό αυτό κατά καιρούς έχει στεγάσει μεγάλους λογοτέχνες. Πολιτικοί που στεγάζονται στο ίδιο κόμμα.

[λόγ. < αρχ. στεγάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες