Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στείρος -α -ο [stíros] Ε4 : 1. (ιδ. για πρόσ. ή ζώο) α. που χαρακτηρίζεται από στειρότητα, από αδυναμία αναπαραγωγής: ~ άντρας. Στείρα γυναίκα / αγελάδα. Tο μουλάρι είναι ζώο στείρο. β. (λαϊκότρ., για αγελάδα, κατσίκα, προβατίνα) που επί ορισμένο χρονικό διάστημα δε γονιμοποιείται, δε γεννά. 2. (μτφ.) α. που δεν είναι δημιουργικός, ευρηματικός, που στερείται ιδεών και χαρακτηρίζεται από αδυναμία για την εξεύρεση λύσεων σε διάφορα προβλήματα, θέματα κτλ.: ~ νους. Στείρο μυαλό. Στεί ρα σκέψη. || Στείρα γη, άγονη, στην οποία δε φυτρώνει τίποτε. β. που δεν είναι αποτελεσματικός, που δεν οδηγεί σε κάποιο αποτέλεσμα, σε κάποιο συμπέρασμα: Στείρα προσπάθεια / συζήτηση.
[1: αρχ. στεῖρος· 2: λόγ. σημδ. γαλλ. stérile]