Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταχτοδοχείο το [staxtoδoxío] Ο39 : μικρό, συνήθ. επιτραπέζιο, σκεύος στο οποίο ρίχνουν τη στάχτη των τσιγάρων και τα αποτσίγαρα· (πρβ. τασάκι).
[λόγ. στακτοδοχείον < μσν. στάκτ(η δες στο στάχτη) -ο- + δοχείον με προσαρμ. στη δημοτ. κατά το στάχτη]