Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταχτής -ιά -ί [staxtís] Ε8 & σταχτί [staxtí] Ε (άκλ.) : (οικ.) που έχει γκρι, γκρίζο χρώμα: Ο ποντικός είναι ~. Σταχτί κουβέρτα. || (ως ουσ.) το σταχτί, για χρώμα: Tο σταχτί είναι χρώμα μουντό.
[στάχτ(η) -ής· στάχτ(η) -ί 4]