Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταφυλικός 1 -ή -ό [stafilikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη σταφυλή. || (γλωσσ.) ~ φθόγγος: Tο γαλλικό [r] είναι ~ φθόγγος.
[λόγ. σταφυλ(ή) -ικός μτφρδ. γαλλ. uvulaire]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταφυλικός 2 -ή -ό : που έχει σχέση με το σταφύλι. || (χημ.): Σταφυλικό οξύ.
[λόγ. αρχ. σταφυλ(ή) (στη σημ.: `σταφύλι΄, δες λ.) -ικός μτφρδ. γαλλ. racémique]