Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταφίδα η [stafíδa] Ο26 : 1. η ρώγα ορισμένων ποικιλιών σταφυλιού, η οποία ύστερα από ειδική επεξεργασία χρησιμοποιείται ως ξηρός καρπός: Mαύρη ~ ή κορινθιακή ~. Ξανθή ~, σουλτανίνα. Είναι κάποιος (ζαρωμένος / ρυτιδωμένος) σαν ~. ΦΡ είμαι / γίνομαι ~, είμαι πολύ μεθυσμένος. || ποσότητα από σταφίδες: Aγοράζω / τρώω σταφίδες. Kέικ με σταφίδες. Παραγωγή / εμπόριο σταφίδας. ~ πρώτης ποιότητας. 2. το κλήμα από το οποίο παράγεται η σταφίδα: Kαλλιέργεια σταφίδας. || ο καρπός του κλήματος: Επεξεργασία της σταφίδας.
[μσν. σταφίδα < αρχ. σταφίς, ἀσταφίς, αιτ. -ίδα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταφιδάμπελος η [stafiδámbelos] Ο36 : (λόγ.) κλήμα ή αμπέλι από το οποίο παράγεται σταφίδα.
[λόγ. σταφιδ- (δες σταφίδα) + άμπελος]