Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυρόνημα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρόνημα το [stavrónima] Ο49 : κατασκευή που αποτελείται από δύο λεπτές γραμμές κάθετες μεταξύ τους και άλλες βοηθητικές και χρησιμοποιείται σε οπτικά, ιδίως σκοπευτικά, όργανα: Tο ~ της διόπτρας.

[λόγ. σταυρο- + νήμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες