Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταυροφόρος ο [stavrofóros] Ο18 : 1. πολεμιστής που συμμετείχε σε σταυροφορία: Στρατός / ηγέτης των σταυροφόρων. Kατάληψη της Iερουσαλήμ / της Kύπρου από τους σταυροφόρους. 2. (μτφ.) τιμητικός χαρακτηρισμός προσώπου που αγωνίζεται για έναν υψηλό κοινωνικό στόχο: ~ μιας νέας ζωής / της ειρήνης.
[λόγ. < ελνστ. σταυροφόρος `που φέρει σταυρό΄ σημδ. γαλλ. croisé]