Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταυροειδής -ής -ές [stavroiδís] Ε10 : που έχει σχήμα σταυρού· σταυρικός2α: ~ κατασκευή / διάταξη. Σταυροειδές σχήμα / κτίσμα. || (ως ουσ., αρχαιολ., για ναό ιδ. βυζαντινό): ~ με τρούλο.
σταυροειδώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. σταυροειδής, σταυροειδῶς]