Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταυροδρόμι το [stavroδrómi] Ο44α : 1α. το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται ή απλώς συναντιούνται δύο ή περισσότεροι δρόμοι· (πρβ. διασταύρωση): Όταν φτάσεις στο ~, στρίψε αριστερά. β. για περιοχή στην οποία διασταυρώνονται ή απλώς συναντιούνται δρόμοι, διαδρομές κτλ. μεταξύ χωρών ή ευρύτερων περιοχών: H Kωνσταντινούπολη βρίσκεται στο ~ ανάμεσα σε δύο ηπείρους και δύο θάλασσες. 2. (μτφ.) για σημείο, ιδίως χρονικό, που έχει σχέση με σημαντικές επιλογές ή ποικίλες εξελίξεις: Ένα ~ της ιστορικής εξέλιξης. H χώρα μας από κοινωνική και πολιτιστική άποψη βρίσκεται σε ~. Ένα κρίσιμο ~.
[σταυρο- + δρόμ(ος) -ι]