Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυρο
18 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρο- 1 [stavro] & σταυρό- [stavró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & σταυρ- 1 [stavr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό έχει σχήμα, μορφή, διάταξη που μοιάζει με σταυρό: ~βελονιά, ~δρόμι, σταυρόκομπος, σταυρόθολος. || ~πόδι, με σταυρωμένα πόδια, με το ένα πόδι επάνω στο άλλο. 2α. σε επιστημονικούς όρους: (ιατρ.) ~πληγία· (φυσ.) σταυρόνημα· (ζωολ.) ~μέδουσες· (βοτ.) σταυρανθή. β. στην κοινή ονομασία ζώων ή φυτών: σταυραετός, σταυραράχνη· σταυρόξυλο, σταυρόχορτο. 3. με αναφορά στον Tίμιο Σταυ ρό ή στη Σταύρωση του Xριστού: σταυράγκαθο· ~λούλουδο· Σταυροπροσκύνηση. || ~φορία, ~φόρος.

[1, 3: μσν. σταυρ(ο)- θ. του ουσ. σταυρ(ός) -ο- ως α' συνθ.: μσν. σταυρο-φύλαξ, σταυρο-αναστάσιμα (τροπάρια)· 2α: λόγ. < διεθ. stauro- θ. του αρχ. σταυρός (ελνστ. σημ., δες λ.): σταυρο-πληγία < γαλλ. stauroplégie· 2β: μσν. σταυρο-: σταυρο-βότανον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρο- 2 & σταυρ- 2, όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : (λαϊκότρ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις με αναφορά στη διαδικασία της αδελφοποιίας: σταυραδελφός. || ~μάνα, ~πατέρας.

[< σταυρ(ο)- 1]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροβελονιά η [stavroveloná] Ο24 : είδος βελονιάς κατά το οποίο οι κλωστές ενώνονται μεταξύ τους χιαστί.

[σταυρο- + βελονιά]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρόβιδα η [stavróviδa] Ο27 : βίδα που στο επάνω μέρος του κεφαλιού της έχει εγκοπή σε σχήμα σταυρού.

[σταυρο- + βίδα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροδρόμι το [stavroδrómi] Ο44α : 1α. το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται ή απλώς συναντιούνται δύο ή περισσότεροι δρόμοι· (πρβ. διασταύρωση): Όταν φτάσεις στο ~, στρίψε αριστερά. β. για περιοχή στην οποία διασταυρώνονται ή απλώς συναντιούνται δρόμοι, διαδρομές κτλ. μεταξύ χωρών ή ευρύτερων περιοχών: H Kωνσταντινούπολη βρίσκεται στο ~ ανάμεσα σε δύο ηπείρους και δύο θάλασσες. 2. (μτφ.) για σημείο, ιδίως χρονικό, που έχει σχέση με σημαντικές επιλογές ή ποικίλες εξελίξεις: Ένα ~ της ιστορικής εξέλιξης. H χώρα μας από κοινωνική και πολιτιστική άποψη βρίσκεται σε ~. Ένα κρίσιμο ~.

[σταυρο- + δρόμ(ος) -ι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροειδής -ής -ές [stavroiδís] Ε10 : που έχει σχήμα σταυρού· σταυρικός: ~ κατασκευή / διάταξη. Σταυροειδές σχήμα / κτίσμα. || (ως ουσ., αρχαιολ., για ναό ιδ. βυζαντινό): ~ με τρούλο. σταυροειδώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. σταυροειδής, σταυροειδῶς]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροθόλιο το [stavroθólio] Ο40 : (αρχιτ.) θολωτή οροφή που σχηματί ζεται εκεί που διασταυρώνονται δύο καμάρες: Σταυροθόλια με τοιχογρα φίες και ψηφιδωτά.

[λόγ. σταυρο- + θόλ(ος) -ιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροκατσάβιδο το [stavrokatsáviδo] Ο41 : κατσαβίδι με αιχμή σε σχή μα σταυρού, που είναι ειδικό για τη σταυρόβιδα.

[σταυρο- + κατσαβίδ(ι) -ο]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυρόκομπος ο [stavrókombos] Ο20 : είδος κόμπου με δύο πλέξεις από τις οποίες η δεύτερη γίνεται αντίστροφα προς την πρώτη.

[σταυρο- + κόμπος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυροκόπημα το [stavrokópima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταυροκοπιέμαι: Mόλις σκέφτηκε τον καλικάντζαρο, άρχισε τα σταυροκοπήματα.

[σταυροκοπη- (σταυροκοπιέμαι) -μα]

< Προηγούμενο   [1] 2   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες