Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταυραδέρφι
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταυραδέρφι το [stavraδérfi] Ο44α : (λαϊκότρ.) ο σταυραδερφός ή η σταυραδερφή.

[σταυραδερφ(ός) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες