Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στατιστική η [statistikí] Ο29 : 1. η μεθοδική συλλογή, ανάλυση και ερμηνεία αριθμητικών δεδομένων που αναφέρονται σε ένα σύνολο φαινομένων ή συμβάντων, καθώς και η εξαγωγή συμπερασμάτων από τη μεταξύ τους σχέση: Kάνω ~. Πίνακες στατιστικής. Πρόσφατες επίσημες στατιστικές δείχνουν αύξηση του ποσοστού των γεννήσεων. 2. η επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τις τεχνικές της παραπάνω εργασίας: Εγχειρίδιο / μαθήματα στατιστικής.
[λόγ. < γερμ. Statistik < νλατ. statistica `που αναφέρεται στις κρατικές υποθέσεις΄ (πρβ. ιταλ. stato `κράτος΄) -ik = -ική, θηλ. του -ικός]