Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στασιαστικός -ή -ό [stasiastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη στάση ή στο στασιαστή: Στασιαστικό κίνημα, η στάση. Στασιαστικές κινήσεις. Στασιαστική δράση.
[λόγ. < αρχ. στασιαστικός]