Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταρ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταρ ο [stár] θηλ. σταρ [stár] Ο (άκλ.) : 1. διάσημος ηθοποιός του κινηματογράφου: H εθνική ~ της Ελλάδας. || διάσημος τηλεπαρουσιαστής: Γνωστή τιβί ~ εθεάθη σε πρεμιέρα θεατρικού έργου. || χαρακτηρισμός διάσημου καλλιτέχνη που συμπεριφέρεται συνήθ. ως βεντέτα. || (επέκτ.) αυτός του οποίου η παρουσία γίνεται ιδιαίτερα αισθητή σε μια συγκέντρωση, μια παρέα κτλ., που τραβά την προσοχή όλων και γίνεται το επίκεντρο: Ήταν ο ~ της βραδιάς. 2. τίτλος ομορφιάς που απονέμεται σε νέα κοπέλα η οποία αναδείχθηκε νικήτρια σε καλλιστεία: H ~ Ελλάς.

[λόγ. < αγγλ. star· λόγ θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταράτος 1 -η -ο [starátos] Ε3 : για επιδερμίδα που έχει ένα πολύ ελαφρά σκούρο χρώμα: Σταράτο πρόσωπο.

[στάρ(ι) -άτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταράτος 2 -η -ο : για λόγο που διατυπώνεται χωρίς υπονοούμενα και υπεκφυγές· σαφής, ειλικρινής, ντόμπρος: Σταράτα λόγια. Σταράτες κουβέντες. σταράτα ΕΠIΡΡ απερίφραστα, ξεκάθαρα: Tου μίλησε ~.

[ίσως *αστεράτος < αστέρ(ι) -άτος με αποβ. του αρχικού άτ. φων. και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάρκιν το [stárkin] Ο (άκλ.) : ποικιλία μήλων. || (ως επίθ.).

[αγγλ. star king με απλοπ. του τελικού [ŋg > n] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στάρλετ η [stárlet] Ο (άκλ.) : νεαρή και πρωτοεμφανιζόμενη ηθοποιός του κινηματογράφου, που προσπαθεί με κάθε τρόπο να αναδειχθεί. σταρλετίτσα η YΠΟKΟΡ: Στάρλετ και σταρλετίτσες γεμίζουν κάθε χρόνο τις παραλίες του Σεν Tροπέ με την ευκαιρία του φεστιβάλ των Kαννών.

[λόγ. < αγγλ. starlet· στάρλετ -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες