Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταμπάρω [stambáro] -ομαι Ρ6 : 1. αποτυπώνω ένα χρωματιστό σχέδιο επάνω σε ύφασμα το οποίο έχει υποστεί προηγουμένως μια κατάλληλη προετοιμασία: Ένα φόρεμα με σταμπαρισμένα λουλούδια. 2. (μτφ., προφ.) α. εντοπίζω, ξεχωρίζω, διακρίνω κτ. ανάμεσα σε άλλα: Σταμπάρισα μια ωραία μπλούζα. β. αποτυπώνω στη μνήμη κπ. συγκρατώντας ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του, συνήθ. αρνητικό: Tον σταμπάρισα αμέσως. H αστυνομία έχει σταμπάρει τον κλέφτη. || (μππ.): Είναι σταμπαρισμένος, γνωστός για κάποιο κατ΄ εξακολούθηση παράπτωμα.
[ιταλ. stampar(e) -ω]