Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταματώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταματώ [stamató] & -άω, -ιέμαι στη σημ. 4 Ρ10.1 (παθ. στο ενεστ. θ.) μππ. σταματημένος : 1. δε συνεχίζω, προσωρινά ή οριστικά, να κάνω ό,τι έκανα ως τώρα (κίνηση, πράξη, δραστηριότητα, λειτουργία κτλ.). α. (για έμψ.): Σταμάτα να χτυπάς, μας ξεκούφανες, πάψε. Aπογοητευμένοι σταμάτησαν κάθε προσπάθεια, εγκατέλειψαν. Σταμάτησε (από) το διάβασμα. || Σταμάτησε τις σπουδές του στο τρίτο έτος, διέκοψε. β. (για μηχανισμό κτλ.): Tο ρολόι σταμάτησε στις δύο. γ. για διανοητική ή σωματική λειτουργία: Σταμάτησε το μυαλό μου, αδυνατώ να σκεφτώ. Σταματημένο μυαλό, για αργόστροφο άνθρωπο. H καρδιά του σταμάτησε να χτυπά, έπαψε. ΦΡ σταματά ο νους του ανθρώπου, για κτ. που προκαλεί μεγάλη κατάπληξη. δ. (στο γ' πρόσ., για μετεωρολογικά φαινόμενα): Σταμάτησε να βρέχει. Ο αέρας δεν έλεγε να σταματήσει. 2. (ειδικότ.) στέκομαι. α. διακόπτω την πορεία για λίγο, για μικρό χρονικό διάστημα: Σταματήσαμε στο πρώτο χωριό για φαγητό. || διακόπτω την πορεία μου και στέκομαι για λίγο πριν συνεχίσω: Σταμάτησαν στην άκρη του δρόμου. || Σταμάτησε στην άκρη του γκρεμού. β. διακόπτω την ομιλία μου: Σταμάτησε για λίγο, κοίταξε το ακροατήριο και συνέχισε. Σταμάτα να σου πω. 3. φτάνω ως ένα ορισμέ νο σημείο· (πρβ. διακόπτομαι). α. (για δρόμο κτλ.): Σταματά η άσφαλτος κι αρχίζει ο χωματόδρομος. β. Στο σημείο αυτό σταματά η αφήγηση. H συζήτηση σταμάτησε πριν καλά καλά αρχίσει. γ. δεν ισχύω πέρα από ένα όριο: H δικαιοδοσία του σταματά εδώ. 4. κάνω κπ. να μη συνεχίσει, να σταματήσει προσωρινά ή οριστικά: Άσ΄ τον να συνεχίσει, μην τον σταματάς, μην τον διακόπτεις. Aν αρχίσει να μιλάει, δε σταματιέται με τίποτε. Mας σταμάτησε στη μέση του δρόμου. Mην τον σταματάτε, αφήστε τον να ολοκληρώσει τη σκέψη του. || Σταμάτα, για προτρο πή, διαταγή διακοπής ενεργειών ή λόγων που ενοχλούν.

[μσν. σταματώ < σταματ(ίζω) μεταπλ. με βάση το συνοπτ. θ. σταματισ- < σταματ- (στάμα) `κάθισμα΄ -ίζω, στάμα: < θ. στα- του αρχ. ἵσταμαι (ἕσταμαι, ἑστάθην) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες