Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταματημός ο [stamatimós] Ο17 : κυρίως στις εκφράσεις χωρίς σταματημό / σταματημό δεν έχει, εμφαντικά για κτ. ή για κπ. που δε σταματά να κινείται, να δρα, να λειτουργεί κτλ.: Mιλούσε χωρίς σταματημό. Σταματημό δεν έχει η βροχή.
[σταματη- (σταματώ) -μός]