Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλιά η [stalá] Ο24 : 1. (σπάν.) σταγόνα1. 2α. για πολύ μικρή ποσότητα υγρού: Bάλε μου μια ~ κρασί και με επέκταση για πολύ μικρή ποσότητα: Mια ~ αγάπη. || (ως επίρρ., προφ.): Ξεκουράστηκα μια ~, λίγο. β. με άρνηση για να δηλώσει την παντελή έλλειψη: Δεν έχει ~ μυαλό / υπομονή. Δε μ΄ άφησε μια ~ να ξεκουραστώ. γ. για άνθρωπο πολύ μικροκαμωμένο ή πολύ μικρής ηλικίας: Είναι μια ~.
[στάλ(α) -ιά]