Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταλάζω [stalázo] Ρ2.2α : για υγρό το οποίο χύνεται αργά και σταγόνα σταγόνα, κυρίως σε μεταφορική χρήση για μια αντίληψη, ένα συναίσθημα, μια διάθεση που συστηματικά και με υπομονή καλλιεργείται σε κπ.: Tου στάλαξε μέσα στην ψυχή του την αγάπη / το μίσος.
[ελνστ. σταλάζω (αρχ. σταλάσσω)]