Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στακάτο το [stakáto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) όρος που δηλώνει ότι η σύνδεση διαδοχικών φθόγγων πρέπει να γίνεται με τη μεσολάβηση μικρής παύσης ανάμεσά τους. ANT λεγκάτο.
[ιταλ. staccato]