Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στακάτο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στακάτο το [stakáto] Ο (άκλ.) : (μουσ.) όρος που δηλώνει ότι η σύνδεση διαδοχικών φθόγγων πρέπει να γίνεται με τη μεσολάβηση μικρής παύσης ανάμεσά τους. ANT λεγκάτο.

[ιταλ. staccato]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες