Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθμίζω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταθμίζω [staθmízo] -ομαι Ρ2.1 : εξετάζω κτ. με μεγάλη προσοχή συνυπολογίζοντας όλα τα στοιχεία και τα δεδομένα, πριν πάρω μια απόφαση, πριν προβώ σε μια ενέργεια: Tα στάθμισα όλα και αποφάσισα να… Δε στάθμισες καλά τα πράγματα. Έπρεπε πρώτα να σταθμίσεις τις συνέπειες της πράξης σου. ~ τα υπέρ και τα κατά.

[λόγ. < ελνστ. σταθμίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες