Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταθμάρχης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταθμάρχης ο [staθmárxis] Ο10 : 1. ο επικεφαλής ενός σταθμού: α. σιδηροδρομικού, σταθμού λεωφορείων κτλ. β. σταθμού χωροφυλακής. 2. ~ της ΣIA, ο επικεφαλής του κλιμακίου της σε μια χώρα.

[λόγ. σταθμ(ός) -άρχης]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες