Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταθεροποιητικός -ή -ό [staθeropiitikós] Ε1 : που συμβάλλει στη σταθεροποίηση ή που γίνεται με στόχο τη σταθεροποίηση: Ο ρόλος της Ελλάδας στα Bαλκάνια είναι ~. Σταθεροποιητική πολιτική. Σταθεροποιητικό πρόγραμμα της οικονομίας. Θα ληφθούν σταθεροποιητικά μέτρα.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -τικός]