Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταθεροποιητής ο [staθeropiitís] Ο7 : 1. (χημ.) α. ουσία η οποία αποτρέπει τη διάσπαση μιας ένωσης περιορισμένης χημικής σταθερότητας. β. ουσία η οποία προστίθεται σε αιωρήματα και επιβραδύνει ή παρεμποδίζει την καταβύθισή τους. 2. (ηλεκτρολ.) ~ τάσεως, διάταξη που διατηρεί την ηλεκτρική τάση σταθερή.
[λόγ. σταθεροποιη- (σταθεροποιώ) -τής μτφρδ. γαλλ. stabilisateur]