Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταθερά η [staθerá] Ο24 : (επιστ.) μέγεθος μαθηματικών, φυσικών και χημικών παρατηρήσεων το οποίο παραμένει σταθερό.
[λόγ. ουσιαστικοπ. θηλ. του επιθ. σταθερός σημδ. γαλλ. stable]