Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταδιοδρομώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταδιοδρομώ [staδioδromó] Ρ10.9α : ακολουθώ μια σταδιοδρομία: Σταδιοδρόμησε στη μέση εκπαίδευση / στο στρατό.

[λόγ. < αρχ. σταδιοδρομῶ `τρέχω στο στάδιο΄, κατά την αλλ. της σημ. της λ. σταδιοδρομία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες