Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταδιοδρομώ [staδioδromó] Ρ10.9α : ακολουθώ μια σταδιοδρομία: Σταδιοδρόμησε στη μέση εκπαίδευση / στο στρατό.
[λόγ. < αρχ. σταδιοδρομῶ `τρέχω στο στάδιο΄, κατά την αλλ. της σημ. της λ. σταδιοδρομία]