Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- σταδιακός -ή -ό [staδiakós] Ε1 : που δε γίνεται απότομα, που ακολουθεί μια εξελικτική πορεία, σχετικά αργή αλλά σταθερή: Σταδιακή βελτίωση του καιρού. Παρατηρείται σταδιακή αύξηση / μείωση. Σταδιακή υποχώρη ση.
σταδιακά ΕΠIΡΡ: ~ ο καιρός θα βελτιωθεί. [λόγ. στάδι(ον) -ακός]