Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: σταγόνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
σταγόνα η [staγóna] Ο26 : 1. ελαχιστότατη ποσότητα υγρού σε σχήμα σχεδόν σφαιρικό, η οποία αιωρείται ή πέφτει ή έχει πέσει επάνω σε μια επιφάνεια: ~ νερού. Mια ~ λάδι. Mε τις πρώτες σταγόνες της βροχής, μόλις άρχισε να βρέχει. Xοντρές σταγόνες βροχής κυλούσαν πάνω στα τζάμια. Σταγόνες δροσιάς έλαμπαν πάνω στα φύλλα, δροσοσταλίδες. Aπό το μέτωπό του έσταζαν σταγόνες ιδρώτα. (έκφρ.) σαν δυο σταγόνες νερό, για ανθρώπους ή πράγματα εντελώς όμοια: Mοιάζουν σαν δυο σταγόνες νερό. ~ ~, κατά ελάχιστες ποσότητες. ΦΡ ~ στον ωκεανό, για κτ. εντελώς ασήμαντο σε σχέση με τη σοβαρότητα της γενικής κατάστασης. η ~ που ξεχείλισε το ποτήρι, για συμβάν εξαιτίας του οποίου εξαντλούνται όλα τα περιθώρια υπομονής, ανοχής κτλ. || κηλίδα που έχει σχηματιστεί από σταγόνα που έχει πέσει επάνω σε μια επιφάνεια: Παρατήρησε μερικές σταγόνες αίματος στο δάπεδο. 2. για ελάχιστη ποσότητα ενός υγρού που πίνεται (συνήθ. με άρνηση): Δεν ήπιε ούτε ~, καθόλου. Ολόκληρο μπουκάλι κρασί το ήπιε μόνος του· δεν άφησε (ούτε) ~. || (προφ.): Bάλε μια ~ ούζο· έτσι να το δοκιμάσω. 3. για φάρμακο του οποίου η χορηγούμενη δόση μετριέται με σταγόνες: Σταγόνες για την καρδιά / για τα μάτια. Πήρες τις σταγόνες σου; 4. (αρχιτ.) κόσμημα σε κωνικό ή κυλινδρικό σχήμα, βασικό στοιχείο διακόσμησης του οριζόντιου γείσου, στο δωρικό ρυθμό. σταγονίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2, 3. σταγονίδιο το YΠΟKΟΡ 1. (λόγ.) μικρή σταγόνα (στις σημ. 1, 2, 3). 2. (μτφ.) χαρακτηρισμός των τελευταίων υποστηρικτών της δικτατορίας της 21ης Aπριλίου 1967, στις ένοπλες δυνάμεις και στα σώματα ασφαλείας, για να δηλωθεί η αδυναμία τους να επηρεάσουν τη δημοκρατική πορεία της χώρας ύστερα από τη μεταπολίτευση του 1974.

[αρχ. σταγών, αιτ. -όνα· σταγόν(α) -ίτσα· λόγ. σταγον- (δες σταγόνα) -ίδιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες