Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στίξη η [stíksi] Ο31 : I. η χρησιμοποίηση ειδικών σημαδιών στο γραπτό λόγο, που μας δείχνουν πού και πόσο πρέπει να σταματήσουμε και πώς πρέπει να χρωματίσουμε τη φωνή μας, για να αποδώσουμε σωστά το νόημα: Kανόνες / λάθη στίξης. Σημεία στίξης, η τελεία (.), η επάνω / άνω τελεία (·), το κόμμα (,), το ερωτηματικό (;), το θαυμαστικό (!), η διπλή τελεία (:), κτλ. II. (λόγ.) η ενέργεια του στίζω, η χάραξη στιγμάτων.
[λόγ.: II: ελνστ. στίξις `σημάδεμα΄· I: κατά τη σημ. της λ. στιγμήΙΙ3 (-σις > -ση)]