Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στίζω [stízo] Ρ2.2α : (σπάν.) 1. βάζω σημείο στίξης. 2. χαράζω στίγματα.
[λόγ.: 2: αρχ. στίζω `χαράζω τατουάζ΄· 1: κατά τη σημ. της λ. στίξη]
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[λόγ.: 2: αρχ. στίζω `χαράζω τατουάζ΄· 1: κατά τη σημ. της λ. στίξη]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |