Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- στίγμα 1 το [stíγma] Ο48 : 1α. μικροσκοπικό, σκουρόχρωμο και κυκλικό συνήθ. σημάδι στην επιφάνεια ενός σώματος, που είναι φυσικό χαρακτηριστικό ή αποτέλεσμα αλλοίωσης: Οι πεταλούδες έχουν πολύχρωμα στίγματα στα φτερά τους, βούλες, κηλίδες. Στο γερασμένο δέρμα σχηματίζονται στίγματα, κηλίδες. Tο ύφασμα γέμισε στίγματα από την πολυκαιρία, κηλίδες, λεκέδες. Οι παρασιτικές ασθένειες δημιουργούν στίγματα στα φύλλα των φυτών. || καθένα από τα ανεξίτηλα σημάδια που γίνονται με οξύ όργανο: Tα στίγματα του τατουάζ. β. για κτ. που φαίνεται σαν ένα ελάχιστο, σχεδόν αδιόρατο σημείο· κουκκίδα: Όσο απομακρύνο μαι τα σπίτια γίνονται στίγματα / φαίνονται σαν στίγματα στο βάθος του ορίζοντα. || Bλέπω μαύρα στίγματα μπροστά στα μάτια μου. 2α. (βοτ.) το επάνω άκρο του στύλου. β. (ιατρ.) στοιχείο που ανιχνεύεται στον οργανισμό και που δηλώνει την ύπαρξη μιας λανθάνουσας κληρονομικής νόσου: Έχει το ~ της μεσογειακής αναιμίας. 3. (ναυτ.) το σημείο τομής δύο γεωγραφικών συντεταγμένων, που προσδιορίζει στο χάρτη την ακρι βή θέση όπου βρίσκεται κτ., συνήθ. ένα πλοίο ή ένα αεροσκάφος, σε μια δεδομένη στιγμή: Ο πλοίαρχος έδωσε το ~ του πλοίου / το ~ του. Οι λιμενικές αρχές έχασαν το ~ του πλοίου. (έκφρ.) δίνω το ~ μου, πληροφο ρώ, ειδοποιώ κπ. πού βρίσκομαι: Όταν ταξιδεύει, μου δίνει πάντα το ~ του, και ως ΦΡ προσδιορίζω με ακρίβεια το χώρο (ιδεολογικό, πολιτικό κτλ.) όπου ανήκω. 4. (μτφ.) έντονα μειωτικός χαρακτηρισμός που αποδίδεται σε κπ. και από τον οποίο είναι πολύ δύσκολο να απαλλαγεί· ηθικό στίγμα: Έχει το ~ του απατεώνα. Προσπαθεί να αποβάλει το ~ του προδότη. H ομοφυλοφιλία θεωρείται από ορισμένους κοινωνικό ~.
[λόγ. < αρχ. στίγμα `τατουάζ, σημάδι΄ & σημδ. αγγλ. stigma < λατ. stigma < αρχ. στίγμα (από την παλιότερη συνήθεια να σημαδεύεται ο εγκληματίας με πυρακτωμένη σφραγίδα)]
- στίγμα 2 το : το έκτο γράμμα του αρχαίου ελληνικού αλφαβήτου, που έχει ως γραφικό σύμβολο το Ώ και το οποίο χρησιμοποιείται στην τυπογραφία ως αριθμητικό αντί για το συνηθέστερο στ' (6 ή έκτος).
[λόγ. ίσως < συμφυρ. σίγμα, ταυ: σ-τ(αυ)-ίγμα, επειδή η μσν. συντομογρ. για το συνδυασμό <στ> έμοιαζε με το σχήμα για τον αριθμό 6, που στην αρχαιότητα δηλωνόταν με το παλιό γράμμα ὅ, το οποίο αρχικά δήλωνε το ημίφ. [w] ]
- στιγματίζω [stiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : α. κατηγορώ, επικρίνω κτ. ή κπ. με οξύτητα, επισημαίνοντας τον ιδιαίτερα αρνητικό χαρακτήρα των ενεργειών του, τον στηλιτεύω: Φαινόμενα ηθικής παρακμής πρέπει να στιγματίζονται. Στιγματίστηκε δημόσια για την ανέντιμη διαγωγή του. β. αποδίδω σε κπ. ένα βαρύ χαρακτηρισμό, που έχει ως αποτέλεσμα την οριστι κή ηθική του μείωση ή εξόντωση: H κοινωνία τον στιγμάτισε ως ψεύτη. Οι ανήλικοι παραβάτες του νόμου δεν πρέπει να στιγματίζονται με τη δημοσίευση των ονομάτων τους. Ένας άνθρωπος στιγματισμένος ως κλέφτης δεν μπορεί να βρει εύκολα δουλειά.
[λόγ. < ελνστ. στιγματίζω `σημα δεύω΄ σημδ. γαλλ. stigmatiser & αγγλ. stigmatize < ελνστ. στιγματίζω (δες στο στίγμα 1)]
- στιγματισμός ο [stiγmatizmós] Ο17 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στιγματίζω. α. οξύτατη κριτική, δημόσια καταγγελία μιας ενέργειας, ενός φαινομένου ή ενός προσώπου· στηλίτευση: Kαθήκον του δημοσιογράφου είναι ο ~ της κρατικής αυθαιρεσίας και της κοινωνικής διαφθοράς. β. η κακή φήμη και η ηθική απαξία που συνοδεύει και βαρύνει οριστικά κπ.: Mια νεανική επιπολαιότητα είχε ως αποτέλεσμα τον κοινωνικό στιγματισμό του.
[λόγ. στιγματισ- (στιγματίζω) -μός]