Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στήριγμα το [stíriγma] Ο49 : 1. (για πργ.) ό,τι χρησιμοποιούμε ως μέσο για να στηρίξουμε κτ.: H γέφυρα έχει σιδερένια στηρίγματα, υποστηρίγματα. Tα καθίσματα του αυτοκινήτου έχουν στηρίγματα για το κεφάλι. Tο δέντρο χρειάζεται κάποιο ~ για να μην πέσει. Έχει για ~ το μπαστούνι του. 2. (μτφ.) α1. για πρόσωπο στο οποίο στηρίζει κάποιος τις ελπίδες του για βοήθεια και προστασία: Tα παιδιά έχασαν και τη μητέρα τους που ήταν το μοναδικό στήριγμά τους. || Στήριγμά του είναι μόνο ο Θεός. α2. για κτ. που μπορεί να βοηθήσει ή να προστατέψει κπ.: Οι συμβουλές του και η αγάπη του είναι ~ για μένα. Mια μικρή περιουσία είναι το μόνο οικονομικό στήριγμα που έχει. β. για κτ. που αποτελεί τη λογική βάση ή την αναγκαία προϋπόθεση για κτ.: Άποψη χωρίς κανένα σοβαρό ~.
[αρχ. στήριγμα]