Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στήνω [stíno] -ομαι Ρ αόρ. έστησα, απαρέμφ. στήσει, παθ. αόρ. στήθηκα, απαρέμφ. στηθεί, μππ. στημένος : 1α. τοποθετώ κτ. όρθιο, σε κατακόρυ φη προς το έδαφος ή προς το δάπεδο θέση: Έστησαν τις κολόνες για να περάσουν τα καλώδια του ηλεκτρικού. Έβαλε τα κιβώτια το ένα πάνω στο άλλο και τα έστησε στον τοίχο. Στήθηκαν οι σκαλωσιές. H σημαία είναι στημένη στην είσοδο του στρατοπέδου. ~ έναν ανδριάντα / μια αναθηματική στήλη, ανεγείρω. || (επέκτ.): ~ ένα μνημείο / ένα οδόφραγμα, κατασκευάζω. β. συναρμολογώ τα διάφορα τμήματα μιας κατασκευής, έτσι ώστε να μπορεί να χρησιμοποιηθεί ή να λειτουργήσει: Οι κατασκηνωτές έστησαν τις σκηνές τους. Στήθηκαν οι μηχανές / οι αργαλειοί στο εργοστάσιο. Έστησα το τραπέζι / τη βιβλιοθήκη. || ~ ένα στρατόπεδο / έναν καταυλισμό. 2. κάνω τις προπαρασκευαστικές εργασίες και ενέργειες που είναι απαραίτητες για να συγκροτηθεί και να λειτουργήσει ή να παρουσιαστεί κτ.: Έστησε μόνος του ολόκληρη επιχείρηση. Tο σπιτικό μας στήθηκε με πολλές δυσκολίες. Έστησαν με πολλή επιτυχία μια θεατρική παράσταση. || οργανώνω: Έστησαν ένα σχέδιο απόδρασης. H απάτη στήθηκε με πολλή προσοχή. ~ ένα κόλπο / μια κομπίνα / μια δουλειά, εφαρμόζω διάφορα μέσα για να εξαπατήσω κπ. ~ ενέδρα / καρτέρι, περιμένω για να επιτεθώ σε κπ., κρυφά και ύπουλα. (έκφρ.) ~ χορό / καβγά, αρχί ζω και συνεχίζω να χορεύω / να καβγαδίζω. ΦΡ ~ (τ΄) αυτί* (μου). 3α. κά νω κπ. να σταθεί όρθιος: Tον σήκωσαν από το κρεβάτι και τον έστησαν (στα πόδια του). Έστησα το μωρό στην καρέκλα. (έκφρ.) ~ κπ. στον τοί χο*. β. (οικ.) επιβάλλω σε κπ. να σταθεί κάπου και να μη μετακινηθεί από εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα: Mε έστησαν όλο το απόγευμα στην πόρ τα για να υποδέχομαι τους προσκεκλημένους. (έκφρ.) ~ κπ. (στο ραντεβού), τον αφήνω να περιμένει, αργώ να πάω ή δεν πηγαίνω: Mε έστησε τρεις ώρες. Kοίτα μη με στήσεις πάλι. ΦΡ τη στήνω, στήνομαι, δεν απομα κρύνομαι από κάποιο σημείο: Tην έστησα έξω από την πόρτα της και την περίμενα. || (παθ.) στέκομαι ή κάθομαι κάπου και δεν απομακρύνομαι από εκεί: Στήθηκα μπροστά στο παράθυρο και περίμενα να τον δω να έρχεται. Tα παιδιά στήνονται κάθε απόγευμα μπροστά στην τηλεόραση. 4. (μππ., οικ.) α. για κτ. που το έχουν προσυμφωνήσει ή προετοιμάσει για να παραπλανήσουν κάποιους: Στημένος αγώνας / στημένο παιχνίδι, του οποίου το αποτέλεσμα το έχουν προαποφασίσει, έναντι κάποιων άνομων ανταλλαγμάτων· σικέ. H συζήτηση ήταν στημένη. ΦΡ του είχανε στημένη καρμανιόλα*. β. για κπ. που στέκεται ή συμπεριφέρεται επιτηδευμένα, όχι απλά και αυθόρμητα: Πολύ στημένος είναι· δε συμμετέχει καθόλου στα καλαμπούρια.
[μσν. στήνω < στησ- συνοπτ. θ. του ελνστ. ἱστάνω κατά το σχ.: αμαρτησ- (αμάρτησα) - αμαρτάνω (αρχ. ἵστημι)]