Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στήμονας ο [stímonas] Ο5 : (βοτ.) το αρσενικό αναπαραγωγικό όργανο του άνθους, που αποτελείται από το νήμα και από τον ανθήρα.
[λόγ. < αρχ. στήμων, αιτ. -ονα `στημόνι΄ σημδ. γαλλ. étamine]