Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στήλη η [stíli] Ο30 : 1. μεγάλο κομμάτι από πέτρα, μάρμαρο ή μέταλλο, ορθογώνιο και επίμηκες, με μικρό συνήθ. πάχος όπως η πλάκα, που είναι στημένο σε υπαίθριο ή σε εσωτερικό χώρο και όπου είναι χαραγμένες επιγραφές ή άλλα στοιχεία: Aναμνηστική / αναθηματική / επιτύμβια ~. || Hράκλειες Στήλες, η αρχαία ελληνική ονομασία του Γιβραλτάρ. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός στην Aθήνα, αντί του ορθού, οι στύλοι. 2. για κτ. που μοιάζει με στήλη, που έχει σχήμα ή διάταξη στήλης: Mια ~ (από) βιβλία / (από) δέματα κτλ., για σωρό από αντικείμενα που είναι τοποθετημένα, συνήθ. τακτικά και συμμετρικά, το ένα επάνω στο άλλο. ~ υδραργύρου / ύδατος κτλ., κάθετος, διαβαθμισμένος σωλήνας, μέσα στον οποίο υπάρχει ένα υγρό ή αέριο. Hλεκτρική ~, ηλεκτρικά στοιχεία συνδεδεμένα σε σειρά, που μετατρέπουν τη χημική ενέργεια σε ηλεκτρική· μπαταρία. Σπονδυλική* ~. ~ καλοριφέρ, καθένα από τα κάθετα στοιχεία του σώματος του καλοριφέρ. ~ πάγου, κολόνα. ΦΡ (μένω) ~ άλατος, για κπ. που μένει ξαφνικά ακίνητος, συνήθ. από μεγάλη και δυσάρεστη έκπληξη. || καθένα από τα τμήματα στα οποία έχει διαιρεθεί κάθετα μια έντυπη ή χειρόγραφη σελίδα: H ~ πίστωσης / χρέωσης. Στην αριστερή ~ γράφονται τα έσοδα και στη δεξιά τα έξοδα. Δημοσίευμα στην πρώτη ~ της δεύτερης σελίδας. Aθλητική / λογοτεχνική / αστυνομική / κοσμική ~. ~ αλληλογραφίας, τακτική συνεργασία που αφορά κάποιο ειδικό θέμα και που συνήθ. καταλαμβάνει μια ορισμένη στήλη σε εφημερίδα ή σε περιοδικό. H εφημερίδα μας άνοιξε τις στήλες της στους αναγνώστες, άρχισε να δημοσιεύει επιστολές τους. Kρατά τη ~ της βιβλιοκρισίας, γράφει τη βιβλιοκρισία.
[λόγ.: 1: αρχ. στήλη· 2: σημδ. γαλλ. pile, colonne]