Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στήθος το [stíθos] Ο46 οικ. πληθ. και στήθια : 1α. το μπροστινό και επάνω μέρος του σώματος των ανθρώπων, ανάμεσα από το λαιμό και την κοιλιά, το μπροστινό τμήμα του θώρακα: Έχει πλατύ ~, στέρνο. Tην αγκάλιασε και την έσφιξε στο ~ του. Θρηνούσε χτυπώντας το ~ με τα χέρια του. Περιφέρεια στήθους, η διάμετρος του σώματος στο ύψος του στήθους. (έκφρ.) προτάσσω τα στήθη μου, προβάλλω γενναία αντίσταση: Οι στρατιώτες μας προέταξαν τα στήθη τους στον εχθρό. Θα προτάξουμε τα στήθη μας σε κάθε απειλή. ~ με ~, για μάχη εκ του συστάδην· ΣYN έκφρ. σώμα με σώμα. φουσκώνει* το ~ μου από υπερηφάνεια. ΦΡ με διαφορά στήθους, με ελάχιστη διαφορά (σε έναν αγώνα ή ανταγωνισμό): Ήρθε δεύτερος με διαφορά στήθους από τον πρώτο. ~ μάρμαρο*. || (επέκτ.) ο θώρακας και τα όργανα που υπάρχουν μέσα σε αυτόν, κυρίως οι πνεύμονες: Ο γιατρός άκουσε το ~ του ασθενή, έκανε στηθοσκόπηση. ΦΡ από στήθους, απ΄ έξω, από μνήμης. β. το εμπρόσθιο μέρος του σώμα τος των σπονδυλωτών ζώων, από το λαιμό έως την κοιλιά. || (για σφάγιο) οι σάρκες που καλύπτουν το στέρνο: ~ από μοσχάρι / από κοτόπουλο. γ. οι μαστοί της γυναίκας: Έχει ωραίο / μεγάλο / μικρό ~. Δεν έχει ~, έχει πολύ μικρό στήθος. H μητέρα δίνει το ~ (της) στο μωρό, για να θηλάσει. || ο καθένας από τους μαστούς: Tο δεξί / το αριστερό ~. 2. το τμήμα του ρούχου που καλύπτει το στήθος: Tο ~ του ήταν γεμάτο παράσημα. Είχε ένα λουλούδι στο ~. Tο φόρεμά μου έχει ένα λεκέ στο ~.
[αρχ. στῆθος]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στηθοσκόπηση η [stiθoskópisi] Ο33 : εξέταση των οργάνων της θωρακικής χώρας (του στήθους), με στηθοσκόπιο.
[λόγ. στηθοσκοπη- (στηθοσκοπώ) -σις > -ση]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στηθοσκόπιο το [stiθoskópio] Ο40 : όργανο που χρησιμοποιεί ο γιατρός για να ακούσει τους ήχους που προέρχονται από τη θωρακική κοιλότητα (πνεύμονες και καρδιά) και που αποτελείται από ξύλινο ή μεταλλικό σωλήνα, του οποίου οι δύο άκρες έχουν το σχήμα χοάνης, ή από μία κάψα που λειτουργεί ως ηχείο και από την οποία ξεκινούν δύο ελαστικοί σωλήνες που καταλήγουν σε ακουστικά και τοποθετούνται στα αυτιά του γιατρού (ακουστικά).
[λόγ. < γαλλ. stéthoscope < αρχ. στῆθο(ς) + -scope = -σκόπιον]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στηθοσκοπώ [stiθoskopó] -ούμαι Ρ10.9 : κάνω στηθοσκόπηση.
[λόγ. στηθοσκόπ(ιον) -ώ]