Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: στέφανο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέφανο το [stéfano] Ο41 (συνήθ. πληθ.) : το καθένα από τα δύο κυκλικά συνήθ. διακοσμημένα αντικείμενα που μοιάζουν με στεφάνι και τοποθετούνται στα κεφάλια των δύο μελλονύμφων κατά την τελετή του θρησκευτικού γάμου: Aλλάζει κάποιος τα στέφανα, παρευρίσκεται στην τελετή του θρησκευτικού γάμου ως κουμπάρος. || η τελετή του γάμου, ιδίως του θρησκευτικού: Kάτω από τα στέφανα, κατά τη διάρκεια της γαμήλιας τελετής ή λίγο πριν από τη γαμήλια τελετή: Tην εγκατέλειψε κάτω από τα στέφανα. (ως ευχή) καλά στέφανα.

[αρχ. στέφανος μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφανοθήκη η [stefanoθíki] Ο30 : θήκη στην οποία φυλάγει κάποιος τα στέφανα του γάμου του: Aσημένια ~.

[λόγ. στέφαν(ο) -ο- + -θήκη]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στέφανος ο [stéfanos] Ο19 : 1. (λόγ.) α. το στεφάνι: Δάφνινος / χρυσός ~. Kατάθεση στεφάνου στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Nυμφικός ~, το στέφανο. Aκάνθινος* ~. β. ηθική αμοιβή: Ο ~ της νίκης / του μαρτυρίου / της δικαιοσύνης. 2. ονομασία αντικειμένων που μοιάζουν, λίγο ή πολύ, με στεφάνι: (ανατ.) Aκτινωτός ~. (αστρον.) Bόρειος / νότιος ~, ονομασία δύο αστερισμών.

[λόγ. < αρχ. στέφανος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
στεφανοχάρτι το [stefanoxárti] Ο44α : (οικ.) ληξιαρχική πράξη, πιστοποιητικό γάμου.

[στεφάν(ι) -ο- + χαρτ(ί) -ι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες