Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- στέπα η [stépa] Ο25 : μεγάλη πεδινή έκταση με πολύ ξηρό κλίμα και λίγη ποώδη ή θαμνώδη βλάστηση: Οι στέπες της Ρωσίας / της κεντρικής Aσίας. Xλωρίδα / πανίδα της στέπας. Λαοί / πολιτισμοί των στεπών.
[ιταλ. steppa < γαλλ. steppe < ρωσ. stepj]